- επάρχισσα
- ἐπάρχισσα, η (Μ)η σύζυγος τού επάρχου, η επαρχίνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek